- μικρῶς
- μικρῶς (Pla.; 2 Macc 14:8; Jos., Ant. 15, 213 v.l.) adv. from μικρός slightly οὐ μ. ὠργίζετο AcPl Ha 3, 2; sim. λυπέω 4, 17; πενθέω 5, 19; ἀγωνιάω 7, 31.—DELG. TW.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
μικρώς — μικρῶς και σμικρῶς (Α) (επίρρ. βλ. μικρός … Dictionary of Greek
μικρῶς — μῑκρῶς , μικρός small adverbial μῑκρῶς , σμικρός small adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Микротопоним — (греч. μῑκρῶς малый + топоним) Собственное имя небольшого географического объекта, как правило, известное лишь сравнительно неширокому кругу людей, живущих вблизи его: холм, ручей, поляна, камень, тропа, сад, площадь, проулок, отдельное… … Справочник по этимологии и исторической лексикологии
μικρός — ή, ό (ΑΜ μικρός και σμικρός, όν, θηλ. μικρά και σμικρά Α και δωρ. και ιων. τ. μικκός, όν) 1. αυτός που έχει μικρές διαστάσεις, που είναι περιορισμένος ως προς το μήκος, το μέγεθος, τον όγκο ή την επιφάνεια (α. «μικρό χωράφι» β. «Τυδεύς τοι μικρὸς … Dictionary of Greek